- βώλακες
- βώ̱λακες , βῶλαfem nom/voc plβῶλαξfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλυμακούμαι — καταλυμακοῡμαι, όομαι (Α) καταχώνομαι με λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυμακοῦμαι (< λῦμα «βράχος, πέτρα», πρβλ. πληθ. λύμακες κατά τα βώλακες, λίθακες), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek